Επιμέλεια: Τάσος Μώκας, Εκπαιδευτικός, Λογοθεραπευτής s.i. Επιστημονικός υπεύθυνος Κιβωτού Εξέλιξης
Διανύουμε το χρονικό διάστημα όπου οι γονείς θα πρέπει να αποφασίσουν αν το παιδί τους θα πρέπει να πάει στην Ά Δημοτικού ή θα χρειαστεί να κάνει παραμονή στο Νηπιαγωγείο. Είναι ένα καίριο θέμα που απασχολεί αυτή την περίοδο κάθε έτους, γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς. Είναι σημαντικό σε αυτή τη φάση όμως να αναφέρουμε ότι είναι άλλο πράγμα η σχολική ετοιμότητα και άλλο η μαθησιακή επάρκεια. Σχολική ετοιμότητα είναι όταν ένα παιδί, σύμφωνα με τον τρόπο που ελέγχεται το παιδί στην χώρα μας, είναι να μπορεί να βρίσκεται μέσα στο μέσο όρο της τάξης του και να ακολουθεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ενώ μαθησιακή επάρκεια είναι όταν ένα παιδί είναι έτοιμο να μάθει σε όλα τα περιβάλλοντα, με κρίση, επίλυση και κοινωνικές δεξιότητες. Όπως γνωρίζουμε ένα παιδί για να μάθει θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις αισθήσεις του. Αυτές δηλαδή οι αισθήσεις που βοηθούν το παιδί ώστε να μάθει (πυραμίδα μάθησης). Αν αυτές είναι ώριμες και μπορούν να βοηθήσουν το παιδί στην εκπαιδευτική διαδικασία ή να θέλουν περαιτέρω διερεύνηση και επέκταση; Στα περισσότερα test τα οποία γίνονται για να ελέγξουμε αν ένα παιδί είναι έτοιμο για το σχολείο, δεν γίνεται επαρκώς, γιατί ουσιαστικά στηρίζονται στο αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης αλλά και δεν ελέγχουν τις ενδοατομικές διαφορές ως προς τις επεξεργασμένες και ανεπεξέργαστες ικανότητες ενός παιδιού. Τα test μαθησιακής επάρκειας αυτό που ελέγχουν είναι τις ανεπεξέργαστες ικανότητες, δηλαδή την επίλυση και τις στρατηγικές μάθησης. Εν αντιθέσει στα test σχολικής ετοιμότητας δεν ελέγχεται αυτό και έτσι το συμπέρασμα δεν είναι ακριβές. Σημαντική παράμετρος κατά εμένα όμως είναι η διεπιστημονική ομάδα και το πώς ένα παιδί θα ανταποκριθεί και στα άτυπα test που θα γίνει από αυτούς. Η μάθηση για να λειτουργήσει θα πρέπει να δοθούν οι ίδιες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά και φυσικά το πιο σημαντικό από όλα αυτά, είναι το κατά πόσο το μαθησιακό προφίλ μπορεί να ανταποκριθεί στο ελληνικό σχολείο. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό περιβάλλον, οι συνθήκες και οι παράμετροι των παιδιών. Και λέγοντας παράμετροι εννοούμε ως προς το μαθησιακό κομμάτι, το τύπο μάθησης του παιδιού ( κιναισθητικός, ακουστικός, οπτικός κ.α.) και κατά το πόσο ένα παιδί μπορεί να μάθει στο ελληνικό σχολείο, ειδικότερα με τον τυποποιημένο τρόπο που γίνεται η μάθηση. Πολλές φορές ελέγχεται η ετοιμότητα, με τρόπους μη συμβατούς και αν ένα παιδί π.χ. έχει μια δυσκολία, μένουμε στην κορυφή του παγόβουνου και όχι στην αρχή του. Εδώ ξανά αναφέρουμε την ανάγκη της διεπιστημονικής ομάδας και του πορίσματός της. Η διεπιστημονική ομάδα θα ελέγξει από την δική της οπτική και η κάθε ειδικότητα ξεχωριστά τους τομείς της μαθησιακής ετοιμότητας. Τομείς που βάση το πώς αξιολογείται η σχολική ετοιμότητα στην αλλαγή βαθμίδας στην χώρα μας, δεν ελέγχονται ή υποβιβάζονται. Και ρωτάμε. Ποιος ειδικός πέρα του εργοθεραπευτή μπορεί να δει καλύτερα την γραφικοκινητική ικανότητα του παιδιού και να κάνει την ανάλογη παραπομπή αν χρειαστεί; Ποιος πέρα του λογοθεραπευτή μπορεί να δει τα γλωσσικά θέματα του, τις ακουστικές και φωνολογικές ικανότητες του παιδιού; Ποιος πέρα από τον ψυχολόγο μπορεί να δει την κοινωνική ωριμότητα και την συναισθηματική αυτονομία; Και στην περίπτωση που ένα παιδί ανήκει στο φάσμα μιας αναπτυξιακής δυσκολίας πως θα ελεγχθεί; Πόσες ακόμη ειδικότητες μπορεί να εμπλακούν;αρκετές απαντάμε εμείς. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μιλάμε για μαθησιακή επάρκεια και όχι σχολική ετοιμότητα.
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω παράκληση προς όλους τους γονείς και τους αρμόδιους που αποφασίζουν για ένα παιδί, ότι το πιο σημαντικό είναι να σταθούμε στις δεξιότητες του παιδιού και μόνο, πως αυτό θα ακολουθεί την εκπαιδευτική διαδικασία ευχάριστα και όχι με βάση το που εμείς θα θέλαμε να είναι και πως το έχουμε χτίσει στο μυαλό μας. Και η λύση σε αυτό είναι η διεπιστημονική προσέγγιση !!!